προσενεβριμήσατο

προσενεβριμήσατο
προσενεβρῑμήσατο , πρόσ-ἐμβριμάομαι
snort in
aor ind mp 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσεμβριμώμαι — άομαι, Α οργίζομαι ή απειλώ επιπροσθέτως («πλούσιος ἠδίκησε, καὶ αὐτὸς προσενεβριμήσατο» ο πλούσιος έκανε το αδίκημα και ο ίδιος έμπηξε τις φωνές για να βγει αποπάνω, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμβριμῶμαι «δυσανασχετώ, γογγύζω, επιπλήττω, ορμώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”